- κόκα κόλα
- η(λ. αγγλ.), αναψυκτικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κόκα-κόλα — η (τροφ. χημ.) εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού ποτού, που παρασκευάζεται από εκχυλίσματα φύλλων κόκας από τα οποία απομακρύνεται προηγουμένως η κοκαΐνη , από εκχύλισμα σπερμάτων κόλας, από άλλες φυτικές ουσίες, καθώς και από ζάχαρη,… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Γουόρχολ, Άντι — (Andy Warhol, Φόρεστ Σίτι, Πενσιλβάνια 1928 – 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνικής καταγωγής Αμερικανού ζωγράφου και σκηνοθέτη του κινηματογράφου Άντριου Γουορχόλα (AndrewWarhola). Ο Γ. σπούδασε στο ινστιτούτο τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Το… … Dictionary of Greek